- αυστραλιακός
- και αὐστραλιανός, -ή, -ό(ν)αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αυστραλία ή έχει σχέση μ' αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. αυστραλιακός < Αυστραλία. Η λ. αυστραλιακός μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη. Ο τ. αυστραλιανός αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά τον αγγλ. australian].
Dictionary of Greek. 2013.